- ιερώνω
- και ιερώ (ΑΜ ἱερῶ, -όω και -άω, δωρ. τ. ἱαρόω, παθ. τ. ἱεροῡμαι, -όομαι και ἱερῶμαι, -άομαι και ιων. ἱράομαι και δωρ. ἱερεοῡμαι, -όομαι)κάνω κάτι ιερό, αφιερώνω, καθιερώνω, κάνω ανάθημα(νεοελλ.-μσν.) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ιερωμένοςαυτός που ανήκει στο ιερατείο, λειτουργός τού θεού, κληρικόςμσν.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὁ ἱερωμένοςο άγιοςαρχ.1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὁ ἱερ(ει)ωμένοςο αφιερωμένος2. φρ. «ἱεροῡμαι ἱερωσύνην» — εκτελώ έργα ιερέα3. παθ. ἱράομαιείμαι ιερέας ή ιέρεια («ἱρᾱται γυνὴ μὲν οὐδεμία οὔτε ἄρσενος θεοῡ οὔτε θηλέης», Ηρόδ.)4. παθ. αφιερώνομαι, αναλίσκομαι για κάτι («ἱερασάμενος τῇ πατρίδι», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.